Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

home computer


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο computer παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: home
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
computer n (computing device)υπολογιστής ουσ αρσ
  ηλεκτρονικός υπολογιστής φρ ως ουσ αρσ
  κομπιούτερ ουσ ουδ άκλ
 Tony has a powerful computer.
 Ο Τόνι έχει έναν ισχυρό ηλεκτρονικό υπολογιστή (or: υπολογιστή).
computer n as adj (of computer devices)του υπολογιστή, του ηλεκτρονικού υπολογιστή, του κομπιούτερ περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχο επίθετο στα ελληνικά, συνεπώς πρέπει να χρησιμοποιηθεί περίφραση.
 He stared at the computer screen.
 Χάζευε την οθόνη του υπολογιστή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
computer n dated (person who computes)αυτός που κάνει υπολογισμούς περίφρ
  αυτός που υπολογίζει περίφρ
 The accountant is the computer of tax payments.
computer n as adj (of software)των υπολογιστών, των ηλεκτρονικών υπολογιστών, της πληροφορικής περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχο επίθετο στα ελληνικά, συνεπώς πρέπει να χρησιμοποιηθεί περίφραση.
 Curtis works in the computer industry.
 Ο Curtis εργάζεται στον τομέα των υπολογιστών.
computers npl (industry, job) (καθομιλουμένη)υπολογιστές ουσ αρσ πλ
  (προγραμματισμός)πληροφορική ουσ θηλ
 Pete works in computers.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
computer algorithm n (computing: problem-solving steps)αλγόριθμος υπολογιστή, αλγόριθμος ηλεκτρονικού υπολογιστή, αλγόριθμος Η/Υ περίφρ
computer animated,
computer-animated
adj
(cartoon, film: digital) (κινούμενo σχέδιo)που δημιουργήθηκε με ηλεκτρονικό υπολογιστή φρ ως επίθ
Σχόλιο: hyphen used when the term is before a noun
computer animation n (digitally made cartoons, etc.)δημιουργία κινουμένων εικόνων μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή περίφρ
  computer animation φρ ως ουσ ουδ
 This film was made using computer animation.
computer art n (artmaking: digital)ψηφιακή τέχνη επίθ + ουσ θηλ
computer art n (artwork: digital)ψηφιακό έργο τέχνης περίφρ
  ψηφιακό καλλιτεχνικό δημιούργημα περίφρ
computer basics npl (basic computer knowledge)βασικές γνώσεις υπολογιστών, βασικές γνώσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών περίφρ
  βασικές γνώσεις χειρισμού υπολογιστών περίφρ
  (καθομιλουμένη)τα βασικά για τους υπολογιστές περίφρ
 I took an on-line tutorial to learn computer basics.
computer break-in n (computing: hack)χάκινγκ ουσ ουδ άκλ
  παράνομη χρήση δεδομένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, παράνομη χρήση δεδομένων σε κομπιούτερ φρ ως ουσ θηλ
  (σε παγκόσμιο ιστό)δικτυοπαραβίαση ουσ θηλ
 The system is vulnerable to a break-in by hackers.
computer briefcase n (bag for portable computer)τσάντα υπολογιστή, τσάντα ηλεκτρονικού υπολογιστή, τσάντα Η/Υ, τσάντα κομπιούτερ φρ ως ουσ θηλ
  θήκη υπολογιστή, θήκη ηλεκτρονικού υπολογιστή, θήκη Η/Υ, θήκη κομπιούτερ φρ ως ουσ θηλ
computer code n (instructions in a computer program)κωδικός υπολογιστή φρ ως ουσ αρσ
computer crash n (computing: system failure) (καθομιλουμένη)κρασάρισμα του υπολογοιστή περίφρ
  κατάρρευση συστήματος υπολογιστή περίφρ
 My computer crash was caused by a bug in the operating system.
computer data n uncountable, colloquial (information on computer)ηλεκτρονικά δεδομένα επίθ + ουσ ουδ
Σχόλιο: "Data" is technically the plural form of "datum". However, in everyday usage, "data" is often treated as a mass noun, and therefore is used with a singular verb form
 Computer data is a conceptual rather than physical thing.
computer data npl formal (information on computer)υπολογιστικά δεδομένα επίθ + ουσ ουδ πλ
 Computer data are stored in the form of binary files.
computer desktop n (interface on a computer screen) (του υπολογιστή)επιφάνεια εργασίας φρ ως ουσ θηλ
 My computer desktop shows a picture of the African savannah.
computer engineer n (designer of computers)μηχανικός υπολογιστών φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The computer engineers are designing some new software.
computer file n (stored data: document, image, etc.)αρχείο ουσ ουδ
  αρχείο υπολογιστή, αρχείο ηλεκτρονικού υπολογιστή, αρχείο Η/Υ φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Η συντομογραφία «Η/Υ» χρησιμοποιείται μόνο στον γραπτό λόγο.
computer game n (interactive video game)παιχνίδι για τον υπολογιστή ουσ ουδ
 He's busy playing his computer games again.
computer geek n slang (technology expert) (καθομ: ενίοτε μειωτικό)κουμπιουτεράκιας ουσ αρσ
  φανατικός κομπιουτεράς, πωρωμένος κομπιουτεράς, κολλημένος κομπιουτεράς περίφρ
  (συνήθως σε εισαγωγικά)σπασικλάς των υπολογιστών περίφρ
 My son is the family computer geek who handles all our computer problems.
computer graphic n (creation and use of digital images)γραφικά ουσ ουδ πλ
  γραφικά ηλεκτρονικού υπολογιστή, γραφικά υπολογιστή φρ ως ουσ ουδ πλ
computer graphics n (digital images)γραφικά υπολογιστή φρ ως ουσ ουδ
  γραφικά επίθ ως ουσ ουδ πλ
computer graphics n (study of digital images)computer graphics ουσ ουδ άκλ
  (πιο γενικά)γραφιστική ουσ θηλ
computer hardware n (computer's physical components)λειτουργικό Η/Υ ουσ ουδ
 They sell computer hardware like keyboards and mice.
computer key n (touch control on a keyboard)πλήκτρο ουσ ουδ
  πλήκτρο υπολογιστή, πλήκτρο ηλεκτρονικού υπολογιστή, πλήκτρο Η/Υ φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Η συντομογραφία «Η/Υ» χρησιμοποιείται μόνο στον γραπτό λόγο.
computer keyboard n (typewriter part of a computer)πληκτρολόγιο ουσ ουδ
  πληκτρολόγιο υπολογιστή, πληκτρολόγιο ηλεκτρονικού υπολογιστή, πληκτρολόγιο Η/Υ φρ ως ουσ ουδ
 It is hard to type in French on an American computer keyboard.
computer lab n abbr (room with computers for use)εργαστήριο ηλεκτρονικών υπολογιστών ουσ ουδ
 When I was in school I worked in the computer lab as part of my work-study program.
computer language (coding)γλώσσα προγραμματισμού φρ ως ουσ θηλ
computer literacy n (familiarity with computers)ψηφιακός γραμματισμός φρ ως ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)το να ξέρω από υπολογιστές περίφρ
computer literate,
computer-literate
adj
(able to use a computer)που ξέρει από ηλεκτρονικούς υπολογιστές περίφρ
  που έχει γνώσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών περίφρ
  γνώστης χειρισμού υπολογιστή περίφρ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
 I'm not very computer literate, I'm afraid.
computer log n (computing: record of user activity) (ηλ. υπολογιστής)αρχείο καταγραφής δραστηριότητας περίφρ
Σχόλιο: Είναι ξενικός όρος.
 He was fired after management reviewed the on-line activities recorded on his computer log.
computer mouse,
plural: computer mouses
n
(computing: pointing device) (μεταφορικά)ποντίκι ουσ ουδ
  ποντίκι υπολογιστή, ποντίκι ηλεκτρονικού υπολογιστή, ποντίκι Η/Υ φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Η συντομογραφία «Η/Υ» χρησιμοποιείται μόνο στον γραπτό λόγο.
 Use the computer mouse to click on the button.
computer operator n (person overseeing computer operations)χειριστής Η/Υ, χειριστής υπολογιστή φρ ως ουσ αρσ/θηλ
computer part n (physical component of a computer)μέρος/εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή έκφρ
 Computer parts vary enormously in price.
 Τα εξαρτήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχουν τεράστιες διαφορές όσον αφορά την τιμή.
computer printout n ([sth] printed from computer)εκτύπωση από ηλεκτρονικό υπολογιστή περίφρ
 We can get a computer printout of the calls he made in about two hours.
computer program n (software) (Η/Υ)λογισμικό ουσ ουδ
 A computer program controls the operation of the equipment.
computer programmer n ([sb]: writes software)προγραμματιστής, προγραμματίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 I'm a computer programmer but my job title is Chief Software Developer.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δουλεύω ως προγραμματιστής στην Oracle.
computer room n (room where computers are used)δωμάτιο υπολογιστών ουσ ουδ
 Computer rooms are kept very cold to protect the computers from overheating.
computer scan n (computing: virus check) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)σκανάρισμα ουσ ουδ
  σάρωση ουσ θηλ
 My anti-virus software carries out a regular computer scan.
computer science n (field of study)πληροφορική ουσ θηλ
 Liz has a degree in computer science.
 Η Λιζ έχει πτυχίο πληροφορικής.
computer scientist n (expert in computing)μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών φρ ως ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)κομπιουτεράκιας ουσ αρσ
 Computer scientists have developed new techniques for speech recognition.
computer skills npl (ability to use computer)δεξιότητες χρήσης υπολογιστή φρ ως ουσ θηλ πλ
 I didn't get the job because I didn't have sufficient computer skills.
computer software n (programs for use on a computer)λογισμικό Η/Υ ουσ ουδ
 Someone who writes computer software is known as a programmer or developer.
computer table n (desk for a computer)γραφείο για για ηλεκτρονικό υπολογιστή περίφρ
  γραφείο ηλεκτρονικού υπολογιστή περίφρ
computer technician n (repairs computers)τεχνικός Η/Υ ουσ αρσ
 I think we're going to have to call a computer technician to help us out.
 Νομίζω πως πρέπει να καλέσουμε έναν τεχνικό Η/Υ για να μας βοηθήσει.
computer technician n (supports computer use)τεχνικός Η/Υ ουσ αρσ
computer technology n (computing)επιστήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών φρ ως ουσ θηλ
 Computer technology has changed how people communicate with each other.
computer upgrading n (installation of new features)αναβάθμιση ουσ θηλ
  αναβάθμιση ηλεκτρονικού υπολογιστή, αναβάθμιση υπολογιστή, αναβάθμιση Η/Υ περίφρ
Σχόλιο: Η συντομογραφία «Η/Υ» χρησιμοποιείται μόνο στον γραπτό λόγο.
computer virus n (computing: bug)ιός υπολογιστή φρ ως ουσ αρσ
computer-aided adj (with assistance of a computer)με υπολογιστή περίφρ
  με τη βοήθεια υπολογιστή περίφρ
computer-aided design,
Computer-Aided Design
n
(CAD: product designing using computers)υποβοηθούμενη σχεδίαση από υπολογιστή φρ ως ουσ θηλ
  σχεδίαση υποβοηθούμενη από υπολογιστή φρ ως ουσ θηλ
computer-aided drafting n (use of 3D software in design)σχεδίαση με υπολογιστή, σχεδίαση με ηλεκτρονικό υπολογιστή, σχεδίαση με Η/Υ περίφρ
  σχεδιασμός υποβοηθούμενος από υπολογιστή περίφρ
  (συντομογραφία)CAD ουσ ουδ άκλ
computer-controlled adj (device, system)ελεγχόμενος από υπολογιστή περίφρ
computer-generated adj (created using computers)που έχει δημιουργηθεί με υπολογιστή περίφρ
 AI artworks are computer-generated.
computer-operated adj (directed by a computer)ο χειρισμός του οποίου γίνεται με υπολογιστή περίφρ
  ελεγχόμενος από υπολογιστή περίφρ
desktop computer n (PC: not portable)υπολογιστής γραφείου φρ ως ουσ αρσ
  επιτραπέζιος υπολογιστής επίθ + ουσ αρσ
  σταθερός υπολογιστής επίθ + ουσ αρσ
display,
computer display
n
(what is shown on monitor)οθόνη ουσ θηλ
 You can adjust the colour and contrast of the computer display.
 Μπορείς να προσαρμόσεις το χρώμα και την αντίθεση της οθόνης του υπολογιστή σου.
mainframe,
mainframe computer
n
(central computer)κεντρική μονάδα επεξεργασίας φρ ως ουσ θηλ
 Important information is stored on the mainframe.
notebook computer n (laptop, portable)notebook ουσ ουδ άκλ
  υπολογιστής notebook περίφρ
personal computer n (PC: computer for home, office)προσωπικός υπολογιστής επίθ + ουσ αρσ
  υπολογιστής ουσ αρσ
theoretical computer science n (computational mathematics)θεωρητική πληροφορική φρ ως ουσ θηλ
 Joe is studying theoretical computer science at university.
 Ο Τζο σπουδάζει θεωρητική πληροφορική στο πανεπιστήμιο.
wristop computer n (gadget worn like a watch)υπολογιστής καρπού φρ ως ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση home computer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «home computer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!